Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λογοποιέω
λογοποίημα
λογοποιία
λογοποιικός
λογοποιός
λογοπραγέω
λογοπώλης
λόγος
λογοσυλλεκτάδης
λογοφίλης
λογόω
λόγχα
λογχαῖος
λογχεύω
λόγχη
λόγχη2
λογχήρης
λόγχιμος
λογχίον
λογχίτης
λογχοδρέπανον
View word page
λογόω
introduce λόγος into

ShortDef

introduce λόγος into

Debugging

Headword:
λογόω
Headword (normalized):
λογόω
Headword (normalized/stripped):
λογοω
IDX:
53644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53645
Key:

Data

{'content': 'introduce λόγος into'}