Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λογολεσχέω
λογολέσχης
λογομάγειρος
λογομανέω
λογομαχέω
λογομαχία
λογομάχος
λογόμιμος
λογομύθιον
λογοπλάθος
λογοποιέω
λογοποίημα
λογοποιία
λογοποιικός
λογοποιός
λογοπραγέω
λογοπώλης
λόγος
λογοσυλλεκτάδης
λογοφίλης
λογόω
View word page
λογοποιέω
to invent stories, to write, compose
ShortDef
to invent stories, to write, compose
Debugging
Headword:
λογοποιέω
Headword (normalized):
λογοποιέω
Headword (normalized/stripped):
λογοποιεω
IDX:
53634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53635
Key:
Data
{'content': 'to invent stories, to write, compose'}