Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λογοθεσία
λογοθέσιος
λογοθετέω
λογοθέτης
λογοθεώρητος
λογοθήρας
λογοϊατρεία
λογοκλοπία
λογολεσχέω
λογολέσχης
λογομάγειρος
λογομανέω
λογομαχέω
λογομαχία
λογομάχος
λογόμιμος
λογομύθιον
λογοπλάθος
λογοποιέω
λογοποίημα
λογοποιία
View word page
λογομάγειρος
one who cooks up words

ShortDef

one who cooks up words

Debugging

Headword:
λογομάγειρος
Headword (normalized):
λογομάγειρος
Headword (normalized/stripped):
λογομαγειρος
IDX:
53626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53627
Key:

Data

{'content': 'one who cooks up words'}