Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμφοδέω
ἀμφοδικός
ἄμφοδον
ἄμφοισμα
ἀμφορεαφορέω
ἀμφορεαφόρος
ἀμφορείδιον
ἀμφορεύς
ἀμφορικός
ἀμφορίξ
ἀμφορίσκος
ἀμφορίτης
ἀμφοτεράκις
ἀμφοτέρῃ
ἀμφοτερήκης
ἀμφοτερίζω
ἀμφοτερόβλεπτος
ἀμφοτερόγλωσσος
ἀμφοτερογνώμων
ἀμφοτεροδύναμος
ἀμφοτερόπλοος
View word page
ἀμφορίσκος
small amphora

ShortDef

small amphora

Debugging

Headword:
ἀμφορίσκος
Headword (normalized):
ἀμφορίσκος
Headword (normalized/stripped):
αμφορισκος
IDX:
5360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5361
Key:

Data

{'content': 'small amphora'}