Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λόγιος
λογιότης
λόγισμα
λογισμός
λογιστεία
λογιστέον
λογιστέος
λογιστεύω
λογιστήριον
λογιστής
λογιστικός
λογιστονόμος
λογογραφέω
λογογράφημα
λογογραφία
λογογραφικός
λογογράφος
λογοδαιδαλία
λογοδαίδαλος
λογοδεής
λογόδειπνον
View word page
λογιστικός
skilled
ShortDef
skilled
Debugging
Headword:
λογιστικός
Headword (normalized):
λογιστικός
Headword (normalized/stripped):
λογιστικος
IDX:
53601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53602
Key:
Data
{'content': 'skilled'}