Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμφοδαρχία
ἀμφοδέω
ἀμφοδικός
ἄμφοδον
ἄμφοισμα
ἀμφορεαφορέω
ἀμφορεαφόρος
ἀμφορείδιον
ἀμφορεύς
ἀμφορικός
ἀμφορίξ
ἀμφορίσκος
ἀμφορίτης
ἀμφοτεράκις
ἀμφοτέρῃ
ἀμφοτερήκης
ἀμφοτερίζω
ἀμφοτερόβλεπτος
ἀμφοτερόγλωσσος
ἀμφοτερογνώμων
ἀμφοτεροδύναμος
View word page
ἀμφορίξ
like an amphora
ShortDef
like an amphora
Debugging
Headword:
ἀμφορίξ
Headword (normalized):
ἀμφορίξ
Headword (normalized/stripped):
αμφοριξ
IDX:
5359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5360
Key:
Data
{'content': 'like an amphora'}