Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγκυρίτης
ἀγκυροβολέω
ἀγκυροβόλιον
ἀγκυροειδής
ἀγκυρομήλη
ἀγκυρουχία
ἀγκυρωτός
ἀγκών
ἀγκωνίζω
ἀγκώνιον
ἀγκωνισμός
ἀγκωνόδεσμος
ἀγκωνοειδής
ἀγλαέθειρος
Ἀγλαΐα
ἀγλαΐα
ἀγλαΐζομαι
ἀγλαΐζω
ἀγλαΐη
ἀγλάϊσμα
ἀγλαϊσμός
View word page
ἀγκωνισμός
a bending, reach

ShortDef

a bending, reach

Debugging

Headword:
ἀγκωνισμός
Headword (normalized):
ἀγκωνισμός
Headword (normalized/stripped):
αγκωνισμος
IDX:
535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-536
Key:

Data

{'content': 'a bending, reach'}