Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμφοδάρχης
ἀμφοδαρχία
ἀμφοδέω
ἀμφοδικός
ἄμφοδον
ἄμφοισμα
ἀμφορεαφορέω
ἀμφορεαφόρος
ἀμφορείδιον
ἀμφορεύς
ἀμφορικός
ἀμφορίξ
ἀμφορίσκος
ἀμφορίτης
ἀμφοτεράκις
ἀμφοτέρῃ
ἀμφοτερήκης
ἀμφοτερίζω
ἀμφοτερόβλεπτος
ἀμφοτερόγλωσσος
ἀμφοτερογνώμων
View word page
ἀμφορικός
like an amphora
ShortDef
like an amphora
Debugging
Headword:
ἀμφορικός
Headword (normalized):
ἀμφορικός
Headword (normalized/stripped):
αμφορικος
IDX:
5358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5359
Key:
Data
{'content': 'like an amphora'}