Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λόγευμα
λογεύς
λογευτήριον
λογευτής
λογευτικόν
λογεύω
λογία
λογίατρος
λογίδιον
λογίζομαι
λογικεύομαι
λογικός
λογικότης
λόγιμος
λόγιον
λόγιος
λογιότης
λόγισμα
λογισμός
λογιστεία
λογιστέον
View word page
λογικεύομαι
to be merely arguing

ShortDef

to be merely arguing

Debugging

Headword:
λογικεύομαι
Headword (normalized):
λογικεύομαι
Headword (normalized/stripped):
λογικευομαι
IDX:
53586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53587
Key:

Data

{'content': 'to be merely arguing'}