Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λογέμπορος
λόγευμα
λογεύς
λογευτήριον
λογευτής
λογευτικόν
λογεύω
λογία
λογίατρος
λογίδιον
λογίζομαι
λογικεύομαι
λογικός
λογικότης
λόγιμος
λόγιον
λόγιος
λογιότης
λόγισμα
λογισμός
λογιστεία
View word page
λογίζομαι
to count, reckon, calculate, compute
ShortDef
to count, reckon, calculate, compute
Debugging
Headword:
λογίζομαι
Headword (normalized):
λογίζομαι
Headword (normalized/stripped):
λογιζομαι
IDX:
53585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53586
Key:
Data
{'content': 'to count, reckon, calculate, compute'}