Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λογγανός
λογγάσια
λογεία
λογεῖον
λογέμπορος
λόγευμα
λογεύς
λογευτήριον
λογευτής
λογευτικόν
λογεύω
λογία
λογίατρος
λογίδιον
λογίζομαι
λογικεύομαι
λογικός
λογικότης
λόγιμος
λόγιον
λόγιος
View word page
λογεύω
collect

ShortDef

collect

Debugging

Headword:
λογεύω
Headword (normalized):
λογεύω
Headword (normalized/stripped):
λογευω
IDX:
53581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53582
Key:

Data

{'content': 'collect'}