Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λογάς
λογάς2
λογάω
Λογγανός
λογγάσια
λογεία
λογεῖον
λογέμπορος
λόγευμα
λογεύς
λογευτήριον
λογευτής
λογευτικόν
λογεύω
λογία
λογίατρος
λογίδιον
λογίζομαι
λογικεύομαι
λογικός
λογικότης
View word page
λογευτήριον
office of the λογευτής

ShortDef

office of the λογευτής

Debugging

Headword:
λογευτήριον
Headword (normalized):
λογευτήριον
Headword (normalized/stripped):
λογευτηριον
IDX:
53578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53579
Key:

Data

{'content': 'office of the λογευτής'}