Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λογαριάζω
λογάριον
λογάς
λογάς2
λογάω
Λογγανός
λογγάσια
λογεία
λογεῖον
λογέμπορος
λόγευμα
λογεύς
λογευτήριον
λογευτής
λογευτικόν
λογεύω
λογία
λογίατρος
λογίδιον
λογίζομαι
λογικεύομαι
View word page
λόγευμα
taxes collected
ShortDef
taxes collected
Debugging
Headword:
λόγευμα
Headword (normalized):
λόγευμα
Headword (normalized/stripped):
λογευμα
IDX:
53576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53577
Key:
Data
{'content': 'taxes collected'}