Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιψουρία
λόβιον
λοβός
λογάδην
λογαῖος
λογαοιδικός
λογαριάζω
λογάριον
λογάς
λογάς2
λογάω
Λογγανός
λογγάσια
λογεία
λογεῖον
λογέμπορος
λόγευμα
λογεύς
λογευτήριον
λογευτής
λογευτικόν
View word page
λογάω
to be fond of talking

ShortDef

to be fond of talking

Debugging

Headword:
λογάω
Headword (normalized):
λογάω
Headword (normalized/stripped):
λογαω
IDX:
53570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53571
Key:

Data

{'content': 'to be fond of talking'}