Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λίψ3
λιψουρία
λόβιον
λοβός
λογάδην
λογαῖος
λογαοιδικός
λογαριάζω
λογάριον
λογάς
λογάς2
λογάω
Λογγανός
λογγάσια
λογεία
λογεῖον
λογέμπορος
λόγευμα
λογεύς
λογευτήριον
λογευτής
View word page
λογάς2
(usu. pl.) whites of the eyes
ShortDef
gathered, picked, chosen
(usu. pl.) whites of the eyes
Debugging
Headword:
λογάς2
Headword (normalized):
λογάς
Headword (normalized/stripped):
λογας2
IDX:
53569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53570
Key:
Data
{'content': '(usu. pl.) whites of the eyes'}