Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμφίχωλος
Ἀμφίων
ἀμφοδάρχης
ἀμφοδαρχία
ἀμφοδέω
ἀμφοδικός
ἄμφοδον
ἄμφοισμα
ἀμφορεαφορέω
ἀμφορεαφόρος
ἀμφορείδιον
ἀμφορεύς
ἀμφορικός
ἀμφορίξ
ἀμφορίσκος
ἀμφορίτης
ἀμφοτεράκις
ἀμφοτέρῃ
ἀμφοτερήκης
ἀμφοτερίζω
ἀμφοτερόβλεπτος
View word page
ἀμφορείδιον
small amphora

ShortDef

small amphora

Debugging

Headword:
ἀμφορείδιον
Headword (normalized):
ἀμφορείδιον
Headword (normalized/stripped):
αμφορειδιον
IDX:
5356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5357
Key:

Data

{'content': 'small amphora'}