Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιχνόγραυς
λίχνος
λιχνοτένθης
λιχνοφιλάργυρος
λιχνώδης
λίψ
λίψ2
λίψ3
λιψουρία
λόβιον
λοβός
λογάδην
λογαῖος
λογαοιδικός
λογαριάζω
λογάριον
λογάς
λογάς2
λογάω
Λογγανός
λογγάσια
View word page
λοβός
lobe (of ear, liver, lung)

ShortDef

lobe (of ear, liver, lung)

Debugging

Headword:
λοβός
Headword (normalized):
λοβός
Headword (normalized/stripped):
λοβος
IDX:
53562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53563
Key:

Data

{'content': 'lobe (of ear, liver, lung)'}