Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λίχας
λιχάς
λιχμάζω
λιχμάω
λιχμήμων
λιχμήρης
λιχνεία
λίχνευμα
λιχνεύω
λιχνοβόρος
λιχνόγραυς
λίχνος
λιχνοτένθης
λιχνοφιλάργυρος
λιχνώδης
λίψ
λίψ2
λίψ3
λιψουρία
λόβιον
λοβός
View word page
λιχνόγραυς
greedy old woman

ShortDef

greedy old woman

Debugging

Headword:
λιχνόγραυς
Headword (normalized):
λιχνόγραυς
Headword (normalized/stripped):
λιχνογραυς
IDX:
53552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53553
Key:

Data

{'content': 'greedy old woman'}