Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιχανοειδής
λιχανός
Λίχας
λιχάς
λιχμάζω
λιχμάω
λιχμήμων
λιχμήρης
λιχνεία
λίχνευμα
λιχνεύω
λιχνοβόρος
λιχνόγραυς
λίχνος
λιχνοτένθης
λιχνοφιλάργυρος
λιχνώδης
λίψ
λίψ2
λίψ3
λιψουρία
View word page
λιχνεύω
to lick

ShortDef

to lick

Debugging

Headword:
λιχνεύω
Headword (normalized):
λιχνεύω
Headword (normalized/stripped):
λιχνευω
IDX:
53550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53551
Key:

Data

{'content': 'to lick'}