Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιφερνέω
λιχανοειδής
λιχανός
Λίχας
λιχάς
λιχμάζω
λιχμάω
λιχμήμων
λιχμήρης
λιχνεία
λίχνευμα
λιχνεύω
λιχνοβόρος
λιχνόγραυς
λίχνος
λιχνοτένθης
λιχνοφιλάργυρος
λιχνώδης
λίψ
λίψ2
λίψ3
View word page
λίχνευμα
a dainty, delicacy

ShortDef

a dainty, delicacy

Debugging

Headword:
λίχνευμα
Headword (normalized):
λίχνευμα
Headword (normalized/stripped):
λιχνευμα
IDX:
53549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53550
Key:

Data

{'content': 'a dainty, delicacy'}