Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιφαιμία
λίφαιμος
λιφερνέω
λιχανοειδής
λιχανός
Λίχας
λιχάς
λιχμάζω
λιχμάω
λιχμήμων
λιχμήρης
λιχνεία
λίχνευμα
λιχνεύω
λιχνοβόρος
λιχνόγραυς
λίχνος
λιχνοτένθης
λιχνοφιλάργυρος
λιχνώδης
λίψ
View word page
λιχμήρης
playing with the tongue

ShortDef

playing with the tongue

Debugging

Headword:
λιχμήρης
Headword (normalized):
λιχμήρης
Headword (normalized/stripped):
λιχμηρης
IDX:
53547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53548
Key:

Data

{'content': 'playing with the tongue'}