Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιφαιμέω
λιφαιμία
λίφαιμος
λιφερνέω
λιχανοειδής
λιχανός
Λίχας
λιχάς
λιχμάζω
λιχμάω
λιχμήμων
λιχμήρης
λιχνεία
λίχνευμα
λιχνεύω
λιχνοβόρος
λιχνόγραυς
λίχνος
λιχνοτένθης
λιχνοφιλάργυρος
λιχνώδης
View word page
λιχμήμων
licking

ShortDef

licking

Debugging

Headword:
λιχμήμων
Headword (normalized):
λιχμήμων
Headword (normalized/stripped):
λιχμημων
IDX:
53546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53547
Key:

Data

{'content': 'licking'}