Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λιτυέρσης
λίτυον
λιφαιμέω
λιφαιμία
λίφαιμος
λιφερνέω
λιχανοειδής
λιχανός
Λίχας
λιχάς
λιχμάζω
λιχμάω
λιχμήμων
λιχμήρης
λιχνεία
λίχνευμα
λιχνεύω
λιχνοβόρος
λιχνόγραυς
λίχνος
λιχνοτένθης
View word page
λιχμάζω
to lick

ShortDef

to lick

Debugging

Headword:
λιχμάζω
Headword (normalized):
λιχμάζω
Headword (normalized/stripped):
λιχμαζω
IDX:
53544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53545
Key:

Data

{'content': 'to lick'}