Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιτρισμός
λιτροδόκη
λιτρόμηλον
λιτροπώλης
λιτροσκόπος
Λιτυέρσης
λίτυον
λιφαιμέω
λιφαιμία
λίφαιμος
λιφερνέω
λιχανοειδής
λιχανός
Λίχας
λιχάς
λιχμάζω
λιχμάω
λιχμήμων
λιχμήρης
λιχνεία
λίχνευμα
View word page
λιφερνέω
to be meagre
ShortDef
to be meagre
Debugging
Headword:
λιφερνέω
Headword (normalized):
λιφερνέω
Headword (normalized/stripped):
λιφερνεω
IDX:
53539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53540
Key:
Data
{'content': 'to be meagre'}