Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιτότης
λίτρα
λιτραῖος
λιτρασμός
λιτρίζω
λιτρισμός
λιτροδόκη
λιτρόμηλον
λιτροπώλης
λιτροσκόπος
Λιτυέρσης
λίτυον
λιφαιμέω
λιφαιμία
λίφαιμος
λιφερνέω
λιχανοειδής
λιχανός
Λίχας
λιχάς
λιχμάζω
View word page
Λιτυέρσης
Lityerses

ShortDef

Lityerses

Debugging

Headword:
Λιτυέρσης
Headword (normalized):
λιτυέρσης
Headword (normalized/stripped):
λιτυερσης
IDX:
53534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53535
Key:

Data

{'content': 'Lityerses'}