Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιτός3
λιτότης
λίτρα
λιτραῖος
λιτρασμός
λιτρίζω
λιτρισμός
λιτροδόκη
λιτρόμηλον
λιτροπώλης
λιτροσκόπος
Λιτυέρσης
λίτυον
λιφαιμέω
λιφαιμία
λίφαιμος
λιφερνέω
λιχανοειδής
λιχανός
Λίχας
λιχάς
View word page
λιτροσκόπος
one who examines money, money-changer
ShortDef
one who examines money, money-changer
Debugging
Headword:
λιτροσκόπος
Headword (normalized):
λιτροσκόπος
Headword (normalized/stripped):
λιτροσκοπος
IDX:
53533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53534
Key:
Data
{'content': 'one who examines money, money-changer'}