Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιτοδίαιτος
λιτός
λιτός3
λιτότης
λίτρα
λιτραῖος
λιτρασμός
λιτρίζω
λιτρισμός
λιτροδόκη
λιτρόμηλον
λιτροπώλης
λιτροσκόπος
Λιτυέρσης
λίτυον
λιφαιμέω
λιφαιμία
λίφαιμος
λιφερνέω
λιχανοειδής
λιχανός
View word page
λιτρόμηλον
an apple weighing a λίτρα

ShortDef

an apple weighing a λίτρα

Debugging

Headword:
λιτρόμηλον
Headword (normalized):
λιτρόμηλον
Headword (normalized/stripped):
λιτρομηλον
IDX:
53531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53532
Key:

Data

{'content': 'an apple weighing a λίτρα'}