Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιτόβιος
λιτοδίαιτος
λιτός
λιτός3
λιτότης
λίτρα
λιτραῖος
λιτρασμός
λιτρίζω
λιτρισμός
λιτροδόκη
λιτρόμηλον
λιτροπώλης
λιτροσκόπος
Λιτυέρσης
λίτυον
λιφαιμέω
λιφαιμία
λίφαιμος
λιφερνέω
λιχανοειδής
View word page
λιτροδόκη
box for holding
ShortDef
box for holding
Debugging
Headword:
λιτροδόκη
Headword (normalized):
λιτροδόκη
Headword (normalized/stripped):
λιτροδοκη
IDX:
53530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53531
Key:
Data
{'content': 'box for holding'}