Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λίταργος
λιτή
λιτόβιος
λιτοδίαιτος
λιτός
λιτός3
λιτότης
λίτρα
λιτραῖος
λιτρασμός
λιτρίζω
λιτρισμός
λιτροδόκη
λιτρόμηλον
λιτροπώλης
λιτροσκόπος
Λιτυέρσης
λίτυον
λιφαιμέω
λιφαιμία
λίφαιμος
View word page
λιτρίζω
weigh

ShortDef

weigh

Debugging

Headword:
λιτρίζω
Headword (normalized):
λιτρίζω
Headword (normalized/stripped):
λιτριζω
IDX:
53528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53529
Key:

Data

{'content': 'weigh'}