Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιτανευτός
λιτανεύω
λιτανός
λιταργίζω
λίταργος
λιτή
λιτόβιος
λιτοδίαιτος
λιτός
λιτός3
λιτότης
λίτρα
λιτραῖος
λιτρασμός
λιτρίζω
λιτρισμός
λιτροδόκη
λιτρόμηλον
λιτροπώλης
λιτροσκόπος
Λιτυέρσης
View word page
λιτότης
plainness, simplicity

ShortDef

plainness, simplicity

Debugging

Headword:
λιτότης
Headword (normalized):
λιτότης
Headword (normalized/stripped):
λιτοτης
IDX:
53524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53525
Key:

Data

{'content': 'plainness, simplicity'}