Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιτανευτικός
λιτανευτός
λιτανεύω
λιτανός
λιταργίζω
λίταργος
λιτή
λιτόβιος
λιτοδίαιτος
λιτός
λιτός3
λιτότης
λίτρα
λιτραῖος
λιτρασμός
λιτρίζω
λιτρισμός
λιτροδόκη
λιτρόμηλον
λιτροπώλης
λιτροσκόπος
View word page
λιτός3
suppliant, supplicatory

ShortDef

smooth, plain
suppliant, supplicatory

Debugging

Headword:
λιτός3
Headword (normalized):
λιτός
Headword (normalized/stripped):
λιτος3
IDX:
53523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53524
Key:

Data

{'content': 'suppliant, supplicatory'}