Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιτανεία
λιτανευτικός
λιτανευτός
λιτανεύω
λιτανός
λιταργίζω
λίταργος
λιτή
λιτόβιος
λιτοδίαιτος
λιτός
λιτός3
λιτότης
λίτρα
λιτραῖος
λιτρασμός
λιτρίζω
λιτρισμός
λιτροδόκη
λιτρόμηλον
λιτροπώλης
View word page
λιτός
smooth, plain
ShortDef
smooth, plain
suppliant, supplicatory
Debugging
Headword:
λιτός
Headword (normalized):
λιτός
Headword (normalized/stripped):
λιτος
IDX:
53522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53523
Key:
Data
{'content': 'smooth, plain'}