Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιταῖος
λιτανεία
λιτανευτικός
λιτανευτός
λιτανεύω
λιτανός
λιταργίζω
λίταργος
λιτή
λιτόβιος
λιτοδίαιτος
λιτός
λιτός3
λιτότης
λίτρα
λιτραῖος
λιτρασμός
λιτρίζω
λιτρισμός
λιτροδόκη
λιτρόμηλον
View word page
λιτοδίαιτος
of a plain way of life

ShortDef

of a plain way of life

Debugging

Headword:
λιτοδίαιτος
Headword (normalized):
λιτοδίαιτος
Headword (normalized/stripped):
λιτοδιαιτος
IDX:
53521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53522
Key:

Data

{'content': 'of a plain way of life'}