Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιταίνω
λιταῖος
λιτανεία
λιτανευτικός
λιτανευτός
λιτανεύω
λιτανός
λιταργίζω
λίταργος
λιτή
λιτόβιος
λιτοδίαιτος
λιτός
λιτός3
λιτότης
λίτρα
λιτραῖος
λιτρασμός
λιτρίζω
λιτρισμός
λιτροδόκη
View word page
λιτόβιος
living plainly

ShortDef

living plainly

Debugging

Headword:
λιτόβιος
Headword (normalized):
λιτόβιος
Headword (normalized/stripped):
λιτοβιος
IDX:
53520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53521
Key:

Data

{'content': 'living plainly'}