Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμφιχέω
ἀμφιχορεύω
ἀμφιχρίομαι
ἀμφίχρυσος
ἀμφίχυτος
ἀμφίχωλος
Ἀμφίων
ἀμφοδάρχης
ἀμφοδαρχία
ἀμφοδέω
ἀμφοδικός
ἄμφοδον
ἄμφοισμα
ἀμφορεαφορέω
ἀμφορεαφόρος
ἀμφορείδιον
ἀμφορεύς
ἀμφορικός
ἀμφορίξ
ἀμφορίσκος
ἀμφορίτης
View word page
ἀμφοδικός
of, belonging to streets

ShortDef

of, belonging to streets

Debugging

Headword:
ἀμφοδικός
Headword (normalized):
ἀμφοδικός
Headword (normalized/stripped):
αμφοδικος
IDX:
5351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5352
Key:

Data

{'content': 'of, belonging to streets'}