Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιτά
λῖτα
λιταίνω
λιταῖος
λιτανεία
λιτανευτικός
λιτανευτός
λιτανεύω
λιτανός
λιταργίζω
λίταργος
λιτή
λιτόβιος
λιτοδίαιτος
λιτός
λιτός3
λιτότης
λίτρα
λιτραῖος
λιτρασμός
λιτρίζω
View word page
λίταργος
running quick

ShortDef

running quick

Debugging

Headword:
λίταργος
Headword (normalized):
λίταργος
Headword (normalized/stripped):
λιταργος
IDX:
53518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53519
Key:

Data

{'content': 'running quick'}