Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λίσχροι
λιτά
λῖτα
λιταίνω
λιταῖος
λιτανεία
λιτανευτικός
λιτανευτός
λιτανεύω
λιτανός
λιταργίζω
λίταργος
λιτή
λιτόβιος
λιτοδίαιτος
λιτός
λιτός3
λιτότης
λίτρα
λιτραῖος
λιτρασμός
View word page
λιταργίζω
to slip away

ShortDef

to slip away

Debugging

Headword:
λιταργίζω
Headword (normalized):
λιταργίζω
Headword (normalized/stripped):
λιταργιζω
IDX:
53517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53518
Key:

Data

{'content': 'to slip away'}