Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιστρωτός
λίσφος
λίσχροι
λιτά
λῖτα
λιταίνω
λιταῖος
λιτανεία
λιτανευτικός
λιτανευτός
λιτανεύω
λιτανός
λιταργίζω
λίταργος
λιτή
λιτόβιος
λιτοδίαιτος
λιτός
λιτός3
λιτότης
λίτρα
View word page
λιτανεύω
to pray, entreat

ShortDef

to pray, entreat

Debugging

Headword:
λιτανεύω
Headword (normalized):
λιτανεύω
Headword (normalized/stripped):
λιτανευω
IDX:
53515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53516
Key:

Data

{'content': 'to pray, entreat'}