Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λίστρον
λιστρωτός
λίσφος
λίσχροι
λιτά
λῖτα
λιταίνω
λιταῖος
λιτανεία
λιτανευτικός
λιτανευτός
λιτανεύω
λιτανός
λιταργίζω
λίταργος
λιτή
λιτόβιος
λιτοδίαιτος
λιτός
λιτός3
λιτότης
View word page
λιτανευτός
begged, entreated

ShortDef

begged, entreated

Debugging

Headword:
λιτανευτός
Headword (normalized):
λιτανευτός
Headword (normalized/stripped):
λιτανευτος
IDX:
53514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53515
Key:

Data

{'content': 'begged, entreated'}