Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιστρεύω
λίστρον
λιστρωτός
λίσφος
λίσχροι
λιτά
λῖτα
λιταίνω
λιταῖος
λιτανεία
λιτανευτικός
λιτανευτός
λιτανεύω
λιτανός
λιταργίζω
λίταργος
λιτή
λιτόβιος
λιτοδίαιτος
λιτός
λιτός3
View word page
λιτανευτικός
of or for praying

ShortDef

of or for praying

Debugging

Headword:
λιτανευτικός
Headword (normalized):
λιτανευτικός
Headword (normalized/stripped):
λιτανευτικος
IDX:
53513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53514
Key:

Data

{'content': 'of or for praying'}