Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιστός
λιστραίνω
λιστρεύω
λίστρον
λιστρωτός
λίσφος
λίσχροι
λιτά
λῖτα
λιταίνω
λιταῖος
λιτανεία
λιτανευτικός
λιτανευτός
λιτανεύω
λιτανός
λιταργίζω
λίταργος
λιτή
λιτόβιος
λιτοδίαιτος
View word page
λιταῖος
hearing prayer

ShortDef

hearing prayer

Debugging

Headword:
λιταῖος
Headword (normalized):
λιταῖος
Headword (normalized/stripped):
λιταιος
IDX:
53511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53512
Key:

Data

{'content': 'hearing prayer'}