Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λίσσωσις
λιστός
λιστραίνω
λιστρεύω
λίστρον
λιστρωτός
λίσφος
λίσχροι
λιτά
λῖτα
λιταίνω
λιταῖος
λιτανεία
λιτανευτικός
λιτανευτός
λιτανεύω
λιτανός
λιταργίζω
λίταργος
λιτή
λιτόβιος
View word page
λιταίνω
pray, entreat

ShortDef

pray, entreat

Debugging

Headword:
λιταίνω
Headword (normalized):
λιταίνω
Headword (normalized/stripped):
λιταινω
IDX:
53510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53511
Key:

Data

{'content': 'pray, entreat'}