Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λισσόω
λίσσωμα
λίσσωσις
λιστός
λιστραίνω
λιστρεύω
λίστρον
λιστρωτός
λίσφος
λίσχροι
λιτά
λῖτα
λιταίνω
λιταῖος
λιτανεία
λιτανευτικός
λιτανευτός
λιτανεύω
λιτανός
λιταργίζω
λίταργος
View word page
λιτά
entreaty
ShortDef
entreaty
Debugging
Headword:
λιτά
Headword (normalized):
λιτά
Headword (normalized/stripped):
λιτα
IDX:
53508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53509
Key:
Data
{'content': 'entreaty'}