Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λισσός
λισσόω
λίσσωμα
λίσσωσις
λιστός
λιστραίνω
λιστρεύω
λίστρον
λιστρωτός
λίσφος
λίσχροι
λιτά
λῖτα
λιταίνω
λιταῖος
λιτανεία
λιτανευτικός
λιτανευτός
λιτανεύω
λιτανός
λιταργίζω
View word page
λίσχροι
plants which were ploughed into the ground
ShortDef
plants which were ploughed into the ground
Debugging
Headword:
λίσχροι
Headword (normalized):
λίσχροι
Headword (normalized/stripped):
λισχροι
IDX:
53507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53508
Key:
Data
{'content': 'plants which were ploughed into the ground'}