Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Λίσσος
λισσός
λισσόω
λίσσωμα
λίσσωσις
λιστός
λιστραίνω
λιστρεύω
λίστρον
λιστρωτός
λίσφος
λίσχροι
λιτά
λῖτα
λιταίνω
λιταῖος
λιτανεία
λιτανευτικός
λιτανευτός
λιτανεύω
λιτανός
View word page
λίσφος
thin? (see Dover at Frogs 826)
ShortDef
thin? (see Dover at Frogs 826)
Debugging
Headword:
λίσφος
Headword (normalized):
λίσφος
Headword (normalized/stripped):
λισφος
IDX:
53506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53507
Key:
Data
{'content': 'thin? (see Dover at Frogs 826)'}