Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λίσσομαι
Λίσσος
λισσός
λισσόω
λίσσωμα
λίσσωσις
λιστός
λιστραίνω
λιστρεύω
λίστρον
λιστρωτός
λίσφος
λίσχροι
λιτά
λῖτα
λιταίνω
λιταῖος
λιτανεία
λιτανευτικός
λιτανευτός
λιτανεύω
View word page
λιστρωτός
levelled

ShortDef

levelled

Debugging

Headword:
λιστρωτός
Headword (normalized):
λιστρωτός
Headword (normalized/stripped):
λιστρωτος
IDX:
53505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53506
Key:

Data

{'content': 'levelled'}