Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λισσάς
λίσσομαι
Λίσσος
λισσός
λισσόω
λίσσωμα
λίσσωσις
λιστός
λιστραίνω
λιστρεύω
λίστρον
λιστρωτός
λίσφος
λίσχροι
λιτά
λῖτα
λιταίνω
λιταῖος
λιτανεία
λιτανευτικός
λιτανευτός
View word page
λίστρον
a tool for levelling

ShortDef

a tool for levelling

Debugging

Headword:
λίστρον
Headword (normalized):
λίστρον
Headword (normalized/stripped):
λιστρον
IDX:
53504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53505
Key:

Data

{'content': 'a tool for levelling'}