Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λίσπος
λισσάνιος
λισσάς
λίσσομαι
Λίσσος
λισσός
λισσόω
λίσσωμα
λίσσωσις
λιστός
λιστραίνω
λιστρεύω
λίστρον
λιστρωτός
λίσφος
λίσχροι
λιτά
λῖτα
λιταίνω
λιταῖος
λιτανεία
View word page
λιστραίνω
dig round
ShortDef
dig round
Debugging
Headword:
λιστραίνω
Headword (normalized):
λιστραίνω
Headword (normalized/stripped):
λιστραινω
IDX:
53502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53503
Key:
Data
{'content': 'dig round'}