Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λισγάριον
λίσπαι
λισπόπυγος
λίσπος
λισσάνιος
λισσάς
λίσσομαι
Λίσσος
λισσός
λισσόω
λίσσωμα
λίσσωσις
λιστός
λιστραίνω
λιστρεύω
λίστρον
λιστρωτός
λίσφος
λίσχροι
λιτά
λῖτα
View word page
λίσσωμα
smoothness

ShortDef

smoothness

Debugging

Headword:
λίσσωμα
Headword (normalized):
λίσσωμα
Headword (normalized/stripped):
λισσωμα
IDX:
53499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53500
Key:

Data

{'content': 'smoothness'}