Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λίς2
λισγάριον
λίσπαι
λισπόπυγος
λίσπος
λισσάνιος
λισσάς
λίσσομαι
Λίσσος
λισσός
λισσόω
λίσσωμα
λίσσωσις
λιστός
λιστραίνω
λιστρεύω
λίστρον
λιστρωτός
λίσφος
λίσχροι
λιτά
View word page
λισσόω
render insolvent
ShortDef
render insolvent
Debugging
Headword:
λισσόω
Headword (normalized):
λισσόω
Headword (normalized/stripped):
λισσοω
IDX:
53498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53499
Key:
Data
{'content': 'render insolvent'}